- ακροαστικός
- ή, -ό [ακρόαση]1. αυτός που αναφέρεται στην ακρόαση2. ο κατάλληλος για ακρόαση, κυρίως τα κατάλληλα για ακρόαση σημεία τού σώματος κατά την ιατρική εξέταση3. το ουδ. ως ουσ. τα ακροαστικά4. Ιατρ.στην ιατρική ζαργκόν* λέγεται κατά παράλειψη τού προσδιοριζόμενου ουσιαστικού «ευρήματα» (ακροαστικά ευρήματα), κάθε διαγνωστικό στοιχείο που συλλαμβάνεται με την εξεταστική μέθοδο τής ακροάσεως* κυρίως στους πνεύμονες.
Dictionary of Greek. 2013.