ακροαστικός

ακροαστικός
ή, -ό [ακρόαση]
1. αυτός που αναφέρεται στην ακρόαση
2. ο κατάλληλος για ακρόαση, κυρίως τα κατάλληλα για ακρόαση σημεία τού σώματος κατά την ιατρική εξέταση
3. το ουδ. ως ουσ. τα ακροαστικά
4. Ιατρ.
στην ιατρική ζαργκόν* λέγεται κατά παράλειψη τού προσδιοριζόμενου ουσιαστικού «ευρήματα» (ακροαστικά ευρήματα), κάθε διαγνωστικό στοιχείο που συλλαμβάνεται με την εξεταστική μέθοδο τής ακροάσεως* κυρίως στους πνεύμονες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ακροαστικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην ακρόαση: Οι ακροαστικές δυνατότητες του ανθρώπου δεν είναι απεριόριστες. 2. (ιατρ.), αυτός που γίνεται αντιληπτός με την εξεταστική μέθοδο της ακρόασης: Η ακροαστική εξέταση του αρρώστου έδωσε αρκετά στοιχεία. 3 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακρόαση — Το να ακούει κανείς προσεκτικά κάποιον που μιλάει (από το ρήμα ακροάομαι ώμαι). Σημαίνει επίσης την υποδοχή, σε προκαθορισμένο χρόνο, από μια αρχή, πρόεδρο, υπουργό, διευθυντή κλπ. ενός προσώπου που θέλει να υποβάλει μια αίτηση, παράπονα κλπ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”